- πώντς
- ακλ., πώντσι τό пунш
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Τέιλορ, Τομ — (1817 – 1880). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος και τεχνοκρίτης. Σπούδασε φιλολογία και νομικά. Διετέλεσε καθηγητής της αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας σε κολέγιο και, αργότερα, άσκησε το νομικό επάγγελμα. Το 1874 ανέλαβε τη διεύθυνση… … Dictionary of Greek
Τζέρολντ, Ντάγκλας — (Jerrold, 1803 – 1857). Άγγλος ευθυμογράφος και δραματικός συγγραφέας. Ήταν γιος θιασάρχη. Από την παιδική του ηλικία είχε μεγάλη κλίση για το ναυτικό επάγγελμα, γι’ αυτό και επιβιβάστηκε σε κάποιο πλοίο και έκανε πολλά ταξίδια. Μετά από καιρό… … Dictionary of Greek